γιτσικονόμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιτσικονόμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιτσικονόμος ὁ, Κρήτ. (Ἀνώγ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γιτσικός, τὸ ὁπ. βλ., καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -νόμος.
Σημασιολογία
Γιτσικάρης 1, τὸ ὁπ. βλ.: ᾎσμ. -Μισεύγεις ᾽δα, βοσκόπουλο, κ’ ἐμένα ποῦ μ’ ἀφίνεις; -’Αφίνω σε ’ς τὸ μαdρατζῆ καὶ ’ς τὸ γιτσικονόμο Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA