γιτσωπὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιτσωπὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιτσωπὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. Οὐδ. ’ιτσωπὸν ᾿Ικαρ. ’ίτσωπον ᾿Ικαρ. ’ίτζουπο ᾿Ικαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ αἰγίτσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ωπός.
Σημασιολογία
Περὶ τούτου βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 435. Ὡς οὐσ. κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. κρέας: α) Τὸ αἴγειον κρέας, ἰδίως νεαρᾶς ἢ στείρας αἰγός. Συνών. γιτσικὸς Α1β. β) Κρέας αἰγὸς ἀλειμμένον δι᾿ ἅλατος καὶ ξηραινόμενον εἰς τὸν ἥλιον. Συνών. παστόν, παστουρμᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA