γιˬὼτ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬὼτ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬὼτ τό, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ Ἀγγλ. yacht.
Σημασιολογία
Πλοῖον ἱστιοφόρον ἢ μηχανοκίνητον, πολυτελὲς καὶ ἄνετον χρησιμοποιούμενον συνήθως ἰδιωτικῶς διὰ ταξίδια ἀναψυχῆς λόγ. κοιν.: Τὸ καλοκαίρι θὰ πᾶμε κρουαζιˬέρα ᾿ς τὶς Κυκλάδες μὲ τὸ γιˬὼτ τοῦ Νίκου. Μᾶς κάλεσαν νὰ πᾶμε μὲ τὸ γιˬώτ τους ’ς τὴ Τζιˬά. Συνών. θαλαμηγός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA