γκὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μόριο

Τυπολογία

γκὰ μόρ. πολλαχ. gαὰ Ζάκ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

Ἡ λ. χρησιμοποιεῖται α) πρὸς ἀπόδοσιν τοῦ ὀγκηθμοῦ τοῦ ὄνου κοιν.: Ἀρχινάει λοιπὸν τά γκαρίσματα, γκά, γκά, γκάριζε (ἐκ παραμυθ.) Ἁλόνν. Ὁ γάιδαρος βάνει τὰ κλάματα, σὰ γάιδαρος, gαά, gαά, gαά! (ἐκ διηγ.) Ζάκ β) Καὶ ἐπὶ τοῦ μετ’ ἀγωνίας κάμνοντος ἐμετὸν Μακεδ. (Βόιον): Ντούρ, ντούρ, ντοὺρ τ᾿ αὐτοκίνητο, ἔγλεπες καμπόσες γκά ! Πβ. γκαρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/