γκάβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκάβα ἡ, Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβός, κατὰ τὸ σχῆμα τυφλὸς-τύφλα, λοξὸς-λόξα κ.τ.τ. Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 1, 76.

Σημασιολογία

Γκαβωμάρα, τὸ ὁπ. βλ.: Δὲν τ᾿ρᾷς τ᾿ν γκάβα σ᾿!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/