γκαβαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαβαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαβαίνω πολλαχ. γκαβαίνου Εὔβ. (Βρύσ.) Μακεδ. (Βελβ. Βόιον Κοζ. Σταν.) Μέσ. γκαβαίνουμι Θεσσ. (Ἀνατ.) Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον Ἐράτυρ. Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβός.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ., γκαβίζω 1, τὸ ὁπ. βλ., Εὔβ. (Βρύσ.): Γκαβαί’ πολὺ πρᾶμα. 2) Ἐνεργ. καὶ παθ., τυφλώνομαι Θεσσ. (Ἀνατ.) Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον ᾿Εράτυρ. Καταφύγ.): Γκαβαίνουν τὰ μάτιˬα μὲ τὴν παρμάρα (τὰ μάτια, ἐνν. τῶν προβάτων, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ἀγαλακτία) Βόιον. Γκαβάθ’κις κὶ δὲ κὶ δὲ βλέπ’ς; αὐτόθ. Δὲν κάμ’ νὰ φουκαλνᾷς τ᾿ν νύχτα, γιˬατὶ γκαβαίνιι (φουκαλνᾷς=σκουπίζεις) Καταφύγ. || Φρ. Νὰ γκαβαθῇς κὶ νὰ μὴ μὲ γλέπ’ς! (ἀρὰ) Βογατσ. Νὰ τυφλαθῇς κὶ νὰ γκαβαθῇς, παλιˬουγύνικα (ἀρὰ) Ἀνατ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/