γκαβακόνακο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβακόνακο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαβακόνακο τό, ἐνιαχ. γκαβοκόνακο Ἤπ. (Πωγών.) γκαβουκόνακου Ἤπ. (Βίτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀκονάκι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. ’κονάκι.
Σημασιολογία
Ἀκονάκι 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἕνα μαῦρου φίδ’ εἶνι τοὺ γκαβουκόνακου Βίτσ. Συνών. ἀκονάκι 2, ἀκόνι 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA