γκαβαμάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαβαμάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκαβαμάρα ἡ, Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Γήλοφ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γκαβαίνω διὰ τοῦ θέμ. τοῦ παθ. ἀορ. καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα, διὰ τὴν ὑπ. βλ. -άρος.

Σημασιολογία

Γκαβωμάρα 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Γκαβαμάρα, νὰ χάσου τοὺ σάκκου! Βογατσ. || Φρ. Γκαβαμάρα κὶ πουλλὴ ζουή ! (νὰ ζήσῃς ἐπὶ μακρόν, ἀλλὰ τυφλός! ἀρὰ) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/