ἀσκοτύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκοτύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσκοτύρι τό, Ζακ Πελοπν. (Μάν. Οἰν. κ.ἀ.) Σέριφ. Σίκιν. –Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βλαστ. 279.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσκὶ καὶ τυρί.
Σημασιολογία
Τυρὸς ἐν ἀσκῷ διατηρούμενος ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Βρομάει σὰν ἀσκοτύρι Πελοπν. Συνών. τουλουμοτύρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA