γοργομεστώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργομεστώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργομεστώνω Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 29.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. μεστώνω.
Σημασιολογία
Ἀμτβ., ταχέως μεστοῦμαι, γεμίζω άπὸ κάτι: Ποίημ. Καὶ δυὸ μικρὲς κιˬ ἀβύζωτες χλωρὰ βοτάνια κόβουν, χλωρὰ κιˬ ἀδροσοβόλητα, τὰ στήθιˬα νὰ γητέψουν, γιˬὰ νὰ βυζώσουν ἔνωρα καὶ νὰ γοργομεστώσουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA