ἀσκούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκούδα ἡ, Νάξ. (᾿Ανω Ποταμ κ.ἀ. ) Πάρ. –Αγεωργακόπ. Οἰ φαγώσιμ. ἐλιὲς 22 ἀσκ’δὰ Παρ. (Λεῦκ.)
Ετυμολογία
Μεταπλασμὸς τοῦ οὐσ. ἀσκάδα. Πβ. Εὐσταθ. ’Οδ. 1963, 56 «τὰς...δρυπεπεῖς καὶ γεργιρίμους ἐλάας καὶ ἰσχάδας οἱ παλαιοὶ ἔλεγον».
Σημασιολογία
Ἡ ἐπὶ τοῦ δένδρου ὡριμάζουσα καὶ ὑπόξανθον χρῶμα ἔχουσα ἐλαία ἔνθ’ ἀν.: Ἐλα͜ιὲς ἀσκοῦδες Νάξ. Συνών. θρούμπα, χαμάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA