ἀσκουδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκουδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

ἀσκουδάκι τό, Κύθν.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀσκούδι.

Σημασιολογία

Μικρὸς ἀσκός. Συνών. ἀσκόπουλλο 1, ἀσκούδι, ἀσκούλλα 1, ἀσκουλλάκι 1, ἀσκούλλι 1, τουλουμάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/