γκάβιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάβιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκάβιˬασμα τό, Ἤπ. (Ἄγναντ. Δωδών. Ἑλληνικ. Κόνιτσ. Πλάκ. Χουλιαρ.) Θεσσ. (Δρακότρ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γκαβιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Τύφλωσις προβάτου ἢ αἰγὸς Ἤπ. (Δωδών.) 2) Εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, τὸ κτύπημα, τὸ ξυλοκόπημα Ἤπ. (Ἄγναντ. Ἑλληνικ. Κόνιτσ. Πλάκ. Χουλιαρ.) Θεσσ. (Δρακότρ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ.) β) Καταστροφὴ Μακεδ. (Δεσκάτ.) γ) Ἀσθένεια, παραφροσύνη Θεσσ. (Δρακότρ.) δ) Ζημία Θεσσ. (Δρακότρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/