ἀσκουδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκουδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκουδιˬάζω Νάξ. (Ἄνω Ποταμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκούδα.
Σημασιολογία
Ὡριμάζων ἐπὶ τοῦ δένδρου λαμβάνω ὑπόξανθον χρῶμα: Οἱ ἐλα͜ιὲς ἀσκουδιˬάσανε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA