βαρβαρότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρβαρότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαρβαρότοπος ὁ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βάρβαρος καὶ τοῦ οὐσ. τόπος.

Σημασιολογία

Τόπος βαρβάρων πολλαχ.: Κ’ ἐγὼ ἦρθα δῶ ᾿ς τὸ βαρβαρότοπο νὰ χάσω τὴ ζωή μου παράδικα (ἐκ διηγ.) Ἀστυπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/