γοργόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοργόνι τό, Εὔβ. (Βρύσ. Κάρυστ. Πλατανιστ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Διδυμότ.) Ἰθάκ. Ἴος Κάλυμν. Κύθν. Λέσβ. (Μυτιλήν.) Στερελλ. (Ἀράχ. Λεβάδ.) - Ν. Πολίτ., Παραδ., 260.1107 Δ. Βερναρδ., εἰς ἐκδ. Εὐριπ. 1.64 Α. Προβελ., Ποιημ., 96 Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 84 Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 99 - Λεξ. Βλαστ. 487 γουργόνι Εὔβ. (Κάρυστ. κ.ἀ.) γουργό᾽ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) βοργόνι Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γοργόνα κατὰ τύπ. ὑποκορ.
Σημασιολογία
1) Τὸ τέκνον τῆς γοργόνας Λυκ. (Λιβύσσ.) - Δ. Βερναρδ., ἔνθ᾽ ἀν - Α. Προβελ., ἔνθ᾽ ἀν - Λεξ. Βλαστ. 487: Αἴνιγμ. Ἄσπρα μαῦρα τὰ γουργόνιˬα | ξύλιις οἱ μάις τους (τὰ μύρτα) Λιβύσσ. || Ποίημ. Ὅταν τὸ κῦμα τῆς νοτιˬᾶς θεόρατο βρυχᾶται ᾽ς τ᾽ ἀκρογιˬάλιˬα σὰν γοργόνι, ᾽ς τὶς λαγκαδιˬὲς ὁ ζευγολάτης ἥσυχος τὸ λιˬολουσμένο του χωράφι ὀργώνει Α. Προβελ., ἔνθ᾽ ἀν β) Κατὰ τὴν λαϊκὴν παράδοσιν βρέφος τερατῶδες ἔχον τὰ χαρακτηριστικὰ της γοργόνας καὶ διὰ τοῦ ὁποίου αἱ μητέρες ἐκφοβίζουν τὰ τέκνα των Εὔβ. (Κάρυστ.) γ) Μεταφ., ἀνήσυχον, ἀεικίνητον καὶ δύστροπον παιδίον Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἰθάκ. Ἴος Κάλυμν. Κύθν.: Κεί᾽ ἡ φελούκα τοῦ καϊκιˬοῦ εἶναι ἕνα γοργόνι κ᾽ ἕνα πούπουλο ᾽Ιθάκ. δ) Εὔχαρι, χαριτωμένον παιδίον Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ε) Ὁ εὐτραφὴς Εὔβ. (Βρύσ): Κάτι γοργόνιˬα ποὺ ἔχει τσείνη ἡ μουριˬὰ (ἐνν. μοῦρα). 2) Βρικόλακας Κάλυμν.: Τῆς ἀερφῆς μας τὸ παιὶ εἶναι βοργόνι καὶ θὲν νὰ μᾶς χαλάσ᾽ ὅλα μας τὰ χτήματα (ἐκ παραμυθ.) 3) Κατὰ τὴν λαϊκὴν παράδοσιν ἀγροτικοὶ καλοὶ δαίμονες, ἤτοι ὡραῖοι καὶ φιλόπονοι νέοι Εὔβ. Στερελλ. (Ἀράχ. Λεβάδ.) - Ν. Πολίτ., Παραδ. 1107 Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γοργόνιˬα εἶναι ὄμορφα αγόριˬα, ποὺ μένουν πάντα ᾽ς τὰ χωράφιˬα, ᾽ς τ᾽ ἀμπέλιˬα καὶ ᾽ς τὰ καλλιεργημένα χτήματα (ἐκ παραμυθ.) Ἀράχ. Λεβάδ || Φρ. Δουλεύει σὰ γοργόνι (ἐπὶ φιλέργου, φιλοπόνου) Ἀράχ. Τὰ γρήγορα βόδιˬα τὰ ὀνομάζουν γοργόνιˬα Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν 4) Ὁ ἰνδικὸς ὀρνις Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ. Αἶν. Διδυμότ.) Συνών. γάλλικα (εἰς λ. γάλλικος), γαλλοπούλλα, γάλλος, διˬάνος, κοῦρκος, ἰνδιάνος, μισίρα. α) Εἶδος τέττιγος Ἤπ. Λέσβ. (Μυτιλην): Φρ. Λαλεῖ σὰν τὸ γοργόνι Ἤπ. Συνών. σισιρίδα, τζίτζικας, τζίτζίκι, τσίτζιρας. 6) Εἶδος φυτοῦ Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Ἡ μάντρα εἶν᾽ ὁ ἀφίλωτος ὀχτρός μας. τὴν πλατωσιˬὰ τοῦ κόσμου τὴ στενεύει, στριγγλόχορτα φυτρώνουν καὶ γοργόνιˬα βλαστομανῶντας κάτου ἀπ᾽ τὸν ἥσκιˬο τους. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γοργό᾽ς Στερελλ. (Ἀραχ.) Γιˬουργόνιˬα τά, Στερελλ. (Ναύπακτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA