ἀσκουντούφλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκουντούφλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκουντούφλητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκουτσούφλητος Κύπρ. –ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 3, 75.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκουντουφλητὸς<σκουντουφλῶ.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ποῦ δὲν διέπραξεν ἠθικόν τι παράπτωμα ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἔμεινεν ἀκουτσούφλητον ’ς τὸν κόσμον πλάσμαν ἕναν τ’ ἔβαλες γιὰ τὀν ἀρφανὸν μιὰν τέθκο͜͜ιαν φιτιλιˬάν; ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀσκόνταφτος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/