βαρβατιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρβατιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρβατιˬάζω Δαρδαν κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Δημητρ.: βαρβατιˬάζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρβᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ὀργῶ, στρηνιῶ Δαρδαν. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Δημητρ.: Παροιμ. Σὰ βαρβατιˬάσῃ ὁ γάιδαρος, δὲν τὸν μπορεῖ καπίστρι (δὲν ἐξαρκοῦν τὰ ἤπια μέσα πρὸς συγκράτησιν παραφόρου ἐλαττώματος) Λεξ. Δημητρ. Συνών. βαρβατεύω 1, βαρβατίζω 1. 2) Αὐξάνω, πληθύνομαι ἀγν. τόπ.: Τὰ μαλλιˬά του βαρβάτιˬασαν. 3) Πληροῦμαι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): Κάθε ἕνας ἀπουμέσα άπ’ τοὺ σπίτ’ βάζ’ ἀποὺ ἕνα κουκκὶ ’ς τὴν κισά τ᾽ γιˬὰ νὰ βαρβατιˬάσ’ (ἐξ ἐθίμων. κισὰ=βαλάντιον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/