γκαβὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκαβὸς ἐπίθ. σύνηθ. gαβὸς πολλαχ. γκαβὸ Τσακων. gαgαβὸς Πελοπν. (Μαν.) γκαιˬβὸς Πελοπν. (Βερεστ.) γκαιˬδὸς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Αἰδηψ. Στρόπον. Ψαχν.) Ἤπ. (Ἄρτ. Ζαγόρ. Κουκούλ. Πάργ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. Μοσχᾶτ. Πήλ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Αἴγ, ’Ανδροῦσ. Γαργαλ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κόρινθ. Λεχαιν. Μεσσην. Ξηροκ. Παιδεμέν. Πιτσᾶ Τρίκκ. Φεν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν. Παρνασσ. Σπάρτ. Τριχων. Φθιῶτ. Φτελ. Φώκ. κ.ἀ.) -Λεξ. Αἰν. gαιˬδὸς Κεφαλλ. Λευκ. Σάμ. Στερελλ. (Εὐρυταν. Καρπεν. Κολάκ.) gαιˬdὸς Στερελλ. (Κολάκ.) σgαιˬδὸς Ἤπ. (Δωδών. Ἰωάνν. Πλατανοῦσ.) σgαιˬdὸς Ἤπ. (Δωδών.) καιˬδὸς Ἀντίπαξ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Στρόπον.) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.) Παξ. Πελοπν. (Γέρμ.) Προπ. (Κύζ.) Σάμ. γαιˬδὸς Ἤπ. Πελοπν. σγαιˬδὸς Ἤπ. ( Ξηροβούν.) Θηλ. γκαβεˬὰ. Θεσσ. (Δρακότρυπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Γαλατ. Κοζ. Νάουσ κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Κατὰ Σ. Ψάλτην, Ἀθηνᾶ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ., 61, ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. ganu₌τυφλὸς μὲ καταβιβασμὸν τοῦ τόνου, κατὰ τὰ συνών. στραβός, τυφλὸς ἢ τὸ συγγενὲς κουφός.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετ. 1) Ὁ πάσχων ἐκ στραβισμοῦ, παραβλώψ, ἀλλήθωρος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ρέ, γκαβέ, ἐμένα κοιτᾷς ἢ τὸν Κώστα; Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἦταν γκαιˬδὴ τόσο, ποὺ βασίλευε τὸ μαυράδι της (μόλις ἐφαίνετο ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ) Πελοπν. (Κόρινθ.) Τὸ παιδὶ τοῦ Γιˬάννη εἶναι γκαιˬδὸ καὶ τὸ πῆγε ’ς τὸ γιˬατρὸ Πελοπν. (Αἰγιαλ.) Εἶναι gαιˬδός, δὲ dὸν βλέπεις; Κάνει νὰ κοιτάξ’ τὸ Χριστὸ καὶ κοιτάζ’ τὴ bαναγία Λευκ. Συνών ἀλληγκιόζης, ἀλλήθωρος (Ι), ἀπανωβλέπης, ἄσκοπος 3, βίλης, γκαβόγαττος, γκαβομάτης, παραμάτης, ραϊλός 2) Ὁ σχεδὸν ἤ τελείως τυφλὸς πολλαχ.: Τί διάουλου! Γκαβὸς εἶσι κὶ διὲ γλέπ’ς; Μακεδ. (Κοζ.) Μαρὴ γκαιδή, ποῦ ἔ’ς τὰ μάτια σ’ κὶ δὲ λέπ’ς; Εὔβ. (Ψαχν.) Γκαιˬδὸς εἶσι; δὲ βλέπ’ς μπρουστά σ᾽; Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Σὰν γκαβὸς ἔπεσε μέσ’ ’ς τὸ λάκκο Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μιˬὰ τσιγγάνα γκαβιˬὰ τῆς ἔλιγι τὴ μοῖρα Θεσσ. Εἶν᾿ ντὶπ γκαβός, δὲ γλέπ’ Μακεδ. (Κοζ.) Εἶναι κι ἀπ’ τά δυˬὸ μάτιˬα του γκαβὸς Ἤπ. (Μαργαρ.) Εἶν᾿ γκαβὸς ἀπὸ τό ᾽να (ἐνν. μάτι) Μακεδ. (Κοζ.) Καὶ τότε βλέπει νὰ μπαίνουν μέσα μεταμφιεσμένοι σὰν ἄνθρωποι ἄλλοι γκαβοί, ἄλλοι κουτσοί, ἄλλοι μὲ χείλιˬα στραβὰ (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Βόιον). Νὰ πεθάνω γκαβός! (ὅρκος) Ἤπ. Καιδὸς εἶναι, ἀλλὰ θαυματουργὸς ἂν καὶ τυφλός, τὰ καταφέρνει παντοῦ) Ἤπ. (Λάκκα Σουλ.) || Φρ. Γκαβὸς ἀπὸ τὴν πεῖνα (πολὺ πεινασμένος, μέχρι σημείου θολώσεως τῶν ὀφθαλμῶν ἀπὸ τὴν ἐξάντλησιν) Ἤπ. Ἔφαγα σὰν γκαβὸς χῆνους (₌μὲ λαιμαργίαν) Θεσσ. (Δομοκ.) Σὰν τοὺ γκαβὸ τοὺ ’νάρ’ (₌χηνόπουλλον ἐπὶ ἀπροσέκτου) Μακεδ. (Βέρ.) Εἶμι gαβός, δὲ σὶ γλέπου dίπ! (στεροῦμαι παντελῶς χρημάτων) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κάνω γκαβὰ μάτια (προσποιοῦμαι τὸν τυφλόν ὅτι δὲν βλέπω, δὲν ἀντιλαμβάνομαί τι, διὰ νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἴς τινα ὁ ὁποῖος παρανομεῖ) Μακεδ. κ.ἀ. Συνών. φρ. Κάνω στραβὰ μάτια. Πάω-περπατῶ ’ς τὰ γκαβὰ (κυριολ. καὶ μεταφ., ἐνεργῶ χωρὶς νὰ βλέπω, νὰ ὑπολογίζω τὰς συνεπείας) αὐτόθ. Συνών. φρ. Πάω ’ς τὰ στραβὰ - ’ς τὰ τυφλά. Κάθομαι ’ς τὰ γκαβὰ (εἰς τὸ σκότος). Συνών. φρ. Κάθομαι ’ς τ ὰ σκοτεινὰ-᾽ς τὰ σκοτάδιˬα’ς τὸ σκοτάδι. Ἡ γκαβὴ τρῦπα (ὁ φάρυγξ) Μακεδ. (Καστορ.): Ἡ ψιχιˬὰ πῆγε ’ς τὴν γκαβὴ τὴν τρῦπα (τὸ φαγητὸν ἐπῆγε εἰς τὸν φάρυγγα καὶ μοῦ ἐπέφερε πνιγμονὴν). Γκαβὴ δ’λειˬὰ (ἐπικερδὴς ἐργασία) Ἤπ. (Δωδών.): Ἔχ’ γκαβὴ δ᾿λε͜ιὰ κὶˬ παλάβουσι ’ς τὰ λιφτὰ || Παροιμ. Μὶ γκαβὸν θὰ κοιμηθῇς, τοὺ προυὶ θὰ γκαλιˬουρίζῃς (ὁ μετὰ κακῶν συναναστρεφόμενος γίνεται καὶ αὐτὸς ὅμοιος) Θεσσ. (Ἄμπελ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Συνών. παροιμ. Ὅπο͜ιος κάτσῃ μὲ στραβό, τὸ πρωῒ ἀλληθωρίζει ἤ ὅπο͜ιος κοιμηθῇ μὲ στραβὸ τὸ πρωῒ ἀλληθωρίζει. ’Αποὺ τὰ μαῦρα ἄλουγα ’ς τὰ γκαβὰ μ᾽λάριˬα (ἐπὶ τῶν ἀποτόμως πτωχευσάντων) Θεσσ. (Τίρναβ. κ.ἀ.) Ἡ σκύλλα ἀπὸ τὴ βιˬά της | γκαβὰ κάνει τὰ παιδιˬά της (ὅτι ὁ σπεύδων διαπράττει σφάλματα) Ἤπ. κ.ἀ. Ἡ σκύλλα ἀπ’ τ’ βιˬά τ᾿ς φασκιˬώ γκαβὰ τὰ κ’τάβιˬα τ᾿ς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Ἡ παροιμ εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Ὅπο͜ιος βιˬάζεται σκοντάφτει. Ποι͜ὸς γκαβὸς δὲ θέ’ τὰ μάτιˬα τ’! (ἔκαστος ἐπιθυμεῖ τὰ καλὰ καὶ τὰ ὠφέλιμα) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Πο͜ιὸς στραβὸς δὲ θέλει τὰ μάτιˬα του! Γκαβὸς βελόνι γύρευε μέσα ’ς τὸν ἀχυρῶνα (ἐπὶ τῶν προσπαθούντων νὰ ἐπιτύχουν τὰ ἀκατόρθωτα) Ἤπ. (Ξηροβούν. κ.ἀ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κἀ. Τὸν γκαβὸ ’ς τὸ Στραβοχώρι | πρωτομάστορα τὸν κάμαν (μεταξὺ ἀδαῶν ἢ ἀνικάνων θεωρεῖται σπουδαῖος ὁ μόλις ὑπερέχων) Θράκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Οὑ μουνόφθαλμους βασ’λεύ’ ’ς τ᾿ς γκαβοὶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Συνών. παροιμ. Σ’ τοὺς στραβοὺς βασιλεύει ὁ μονόφθαλμος. - Πῶς πᾶν οἱ γκαβοὶ ’ς τοὺν Ἅδη;- Ἕνας κουντὰ ’ς τοὺν ἄλλουν (ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως μιμουμένων τὰς πράξεις τῶν ἄλλων) Ἤπ. κ.ἀ. Κίν’τσαν σὰν οἱ γκαβοὶ ᾿ς τοὺν Ἅδ᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) - Πῶς πᾶν οἱ γκαβοὶ ’ς τοὺ λάκκου; - Οὑ ἕνας κατόπ’ ποὺ τοὺν ἄλλου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βογατσ.) Πιˬάσε τὸ γκαβὸ καὶ βγάλ' του τὰ μάτιˬα (οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος) Μακεδ. κ.ἀ. Ηὗρ’ ὁ γκαβὸς τὸν τοῖχο (ἐπὶ τοῦ ὑποχωροῦντος εἰς τὸ πρῶτον σοβαρὸν ἐμπόδιον) Ἤπ. Ὁ γκαβὸς ἅμα βρῇ τοῖχο, δὲν πάει παρέκει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἡ γκαβὴ ἀγελάδα τὰ γκαβά της δὲ βλέπει (ἐπὶ τῶν ἐθελοτυφλούντων) Ἤπ. (Κωστάν.) Τὰ γκαβὰ τὰ ᾿νάριˬα μὶ τοὺ φιγγάρ’ βόσκ’ν (’νάριˬα₌χηνόπουλλα· ἐπὶ ἀδεξίων καὶ ἀνικάνων ἀνθρώπων) Μακεδ. (Χαλάστρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Οἱ γκαβὲς οἱ κόττις νύχτα ψειρίζουντι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Παραμυθ.) Οἱ πουλλὲς οἱ μπάμπις βγάνουν τοὺ πιδὶ γκαβὸ (μπάμπις₌μαῖαι· ὅτι ἡ συνεργασία πολλῶν γίνεται συχνὰ αἰτία νὰ βραδύνῃ ἡ ταχεῖα καὶ ὁμαλὴ διεκπεραίωσις ἔργου) Μακεδ. (Βόιον).Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Ὅπου λαλοῦν πολλοὶ πετεινοὶ ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ. Νά, γκαβὲ, κουμμάτ’! (ἐπὶ τῶν ἀνελπίστως κερδαινόντων) Μακεδ. (Βόιον ’Εράτυρ.) Κ’φὸν καμπάνα κιˬ ἂν λαλᾷς, γκαβὸν κι ἄν θυμιˬατίῃζ κὶ μιθυσμένουν ἂν κιρνᾷς, ὅλα χαμένα τά ᾿᾿ς ἐπὶ τῶν μοχθούντων ματαίως. Μακεδ. (’Εράτυρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Τὸν Ἀράπη κι ἂν τὸν πλύνῃς | μόνο τὸ σαπούνι χάνεις. Ἅdας οἱ γνῶμις δὲ σ’μμαζεύιντι, τὰ μάτια εἶ᾽ γκαβὰ (ἐπὶ ἀνθρώπων μὴ συμφωνούντων λόγῳ ἀδιαλλαξίας) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) 3) Μεταφ., ὁ τυφλὸς τὸν νοῦν, ὁ ἀγράμματος Εὔβ. (Ψαχν.) Μακεδ. (Βογατσ. Καστορ. Νιγρίτ. Πεντάπ.): Θὰ τ’ ἀφήκου γκαβὸ τοὺ π’δί; Θὰ τοῦ μάθου γράμματα Καστορ. Δὲ μὲ πῆε ὁ πατέρα μ’ σκολε͜ιὸ κ’ ἔμεινα ντὶπ γκαβὸς Βογατσ. Μὰ ἔλα ποὺ ἀπόμ’ναμι γκαβοὶ Νιγρίτ || Παροιμ. Γκαβὸς τὸν γκαβὸ μαθαί’ (ἐπὶ ἀδαοῦς προσπαθοῦντος νὰ διδάξῃ ὅμοιόν του) Μακεδ. (Βογατσ.) Συνών. παροιμ. τυφλὸς τυφλὸν ὁδήγαγε. Ὅπο͜ιους γκαβὸς μαθαί' ἀποὺ γκαβό, πιˬὸ πουλὺ γκαβὸς γίνιτι π’ αὐτὸν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. β) Μωρός, ἀνόητος Εὔβ. (Ἀετ. Γραμπ. Κάρυστ.) γ) Πονηρός, κακὸς Μακεδ. (Βρία Λόφ. Μοσχοπόταμ.): Εἶ’ ἰτοῦτους γι’τᾶτους γκαβὸς Λόφ. Γκαβὸς ἄθρουπους ἡ ἀφέντ’ς ἡ Λιφτέρ’ς Μοσχοπόταμ. Τ’ ἀσβέ’ εἶ’ τοὺ γκαβότιρου ζούζ’λου (ἀσβέ’₌τὸ ζῷον ἄσβος, ζούζ’λου₌ζῷον) Μακεδ. (Βρία). δ) Ἐπὶ κτισμάτων, σκοτεινὸς λόγῳ ἐλλείψεως θυρῶν καὶ παραθύρων Θεσσ. (Ἀετόλοφ.): Νὰ βάλουμι δυˬὸ παράθυρα! Γκαβὸ θά ’νι τοὺ σπίτ’; 4) Ἐπὶ ὑφάσματος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς καὶ μαύρας ραβδώσεις Μακεδ. (Χαλκιδ): Gαβὸς ἀλατζᾶς. Β) Οὐσ. 1) Ἀρσεν. γκαβὸς ὁ, ὄν. παιδιᾶς, ἡ ὁποία παίζεται ὡς ἑξῆς: Δύο παιδία, τὸ ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων ἔχει δεμένους διὰ μανδηλίου τοὺς ὀφθαλμούς, κρατοῦν τὸ ἄκρον σχοινίου προσδεδεμένου εἰς πάσσαλον. Ὁ τυφλὸς παίκτης ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν ἦχον τοῦ κροτάλου, τὸ ὁποῖον κρατεῖ ὁ σύντροφός του, καὶ προσπαθεῖ νὰ κτυπήση τινὰ τῶν ἄλλων συμπαικτῶν τῶν κινουμένων περὶ αὐτόν. ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. κ.ἀ.): Παίζουμι τοὺ γκαβό; Ζαγόρ. Συνών. τυφλόμυιγα, τυφλοπάννα, τυφλοπάννι. β) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, βακαλάος ἁλίπαστος Θεσσ. (Δρακότρ.) 2) Θηλ. γκαβή, εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν παικτῶν, κτύπημα διδόμενον διὰ τῆς χειρὸς ἤ διὰ ξύλου εἰς τρόπον, ὥστε νὰ μὴ προξενήση πληγὴν Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. (Δρακότρ.): Θὰ μανέψῃς γκαβιˬὲς (θὰ μαζέψης ξυλιές). β) Εἶδος χαρτοπαιγνίου κατὰ τὸ ὁποῖον οἱ παίζοντες λαμβάνουν ἐναλλὰξ ἀνὰ ἕν παιγνιόχαρτον ἐκ τοῦ σωροῦ τῶν 52 τῆς δεσμίδος, ὑπολογίζοντες τούς βαθμοὺς ὡς καὶ κατὰ τὴν κοντσίνα ’Αθῆν. ᾿΄Ηπ. (᾽Ιωάνν.) γ) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, δεσμὶς παιγνιοχάρτων Θεσσ. (Δρακότρ.): Φρ. Μπραχαλίζου γκαβὴ (χαρτοπαίζω). δ) ’Οπὴ εἰς μαλλίνην κάλτσαν Μακεδ. (Γαλατ.): Ἔ' τρανὴ γκαβιά. 3) Κατὰ πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, ὑβριστικῶς, χλευαστικῶς Εὔβ. (Ἄκρ. Αὐλωνάρ. Στρόπον κ.ἀ.) Θεσσ. (Νερόμυλ.) Θράκ. (Ὀρτάκ. Τσακίλ. κ.ἀ.) κ.ἀ Εἶνι γαλανὰ τὰ γκαβά μ᾽ κὶ δὲ δέχουντι φῶς Νερόμυλ. Ἄνοιξε τὰ gαβά σ᾽ Αὐλωνάρ. Ποῦ τά ’ς τὰ γκαβά σ’ καὶ δὲ λέπ’ς; Ἄκρ. Ἄ’ξε τὰ gαβά σ’, νὰ μὴ σ’ τ’ ἀνοίξ’νε Τσακίλ. β) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, τὰ «κουδαρίτικα», οἱ ἰχθύες Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.) γ) Τὰ πρόβατα Θεσσ.(Γερακάρ. Μαυρέλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Βροντ. Γαλάτ. Γήλοφ. Δεσκάτ. Τριφύλλ.): Σῦρι ’ς τὰ γκαβὰ νὰ τὰ βουσκήσ’ς Γὴλοφ. Ποῦ πᾷς; -’Σ τὰ γκαβὰ αὐτόθ. || Φρ. Σὰ γκαβὰ πααίν’, μαυλιοῦντι εὔκολα (σὰν πρόβατα πηγαίνουν, εὔκολα τὰ ξεγελᾶς) Γαλατ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκαβὸς καὶ ὡς ὄν. ἵππου Μακεδ. (Θεσσαλον.) καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆναι Μακεδ. (Πολύγυρ.) Πελοπν. (Κρέστεν. Ὀλυμπ. Πάτρ.), ὡς παρωνύμ. δὲ ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκαβὸς Ἀθῆν. Ἤπ. Μακεδ. (Βροντ. Κολινδρ. κ.ἀ.) Gαβὸς Σάμ. Gαιˬδὸς Σάμ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ’Σ τοῦ Γκαβοῦ Ἤπ. (Ἄγναντ.) ’Σ τ’ Γκαβοῦ τ᾿ Δέσ’ Μακεδ. (Ἀρέθουσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA