ἀσκούπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκούπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκούπιστος ἐπίθ. κοιν. ἀσκούπιστους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀσκούπ’στους βόρ. ἰδιωμ. ἀσκούπιγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκουπιστὸς<σκουπίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἀσάρωτος, ἀφροκάλητος κοιν.: Δρόμος ἀσκούπιστος. Αὐλὴ ἀσκούπιστη. Σπίτι ἀσκούπιστο. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπαράσυρτος, ἀπόσυρτος 1. 2) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τῆς ἐπικαθημένης κόνεως κοιν.: Ἔπιπλο-τραπέζι ἀσκούπιστο. Συνών. ἀξεσκόνιστος. 3) Ὁ μὴ ἀπομαχθεὶς διὰ χειρομάκτρου ἢ προσοψίου κοιν.: Ἀσκούπιστο πρόσωπο. Χέριˬα ἀσκούπιστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/