γοργοπέρασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοπέρασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γοργοπέρασμα τό, Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. ζωή2, 1 Π. Βλαστ. Ἀργώ, 17 - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. πέρασμα.

Σημασιολογία

Τὸ γοργὸν πέρασμα, ἡ ταχεῖα διέλευσις, διάβασις ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Καὶ τ᾽ ἄγαλμα ᾽ς τὰ σκύβαλα κ᾽ ἐμὲ ᾽ς τὴν ἐξορία καὶ πρὸς τὰ ξένα τραύηξα τὸ γοργοπέρασμά μου Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Πά᾽ ᾽ς τὴ θλιμμένη συλλογὴ τῆς κουρασμένης Ρώμης, πάνω ἀπ᾽ τὸ γοργοπέρασμα Νουμάδων κιˬ Αὐγουστύλων Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/