γκαβόφιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβόφιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαβόφιδο τό, ἐνιαχ. γκαβόφιδου Μακεδ. (Δεσκάτ. Κοζ. Νάουσ.) γκαβόφ’δου Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρελ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γὴλοφ. Δασοχώρ. Καρπερ. Κατὰκαλ. Νάουσ. Τριφύλλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβὸς καὶ τοῦ οὐσ. φίδι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ὄφις τυφλῖνος Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρελ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γηλοφ. Δασοχώρ. Καρπερ. Κατάκαλ. Κοζ. Νάουσ. Τριφύλλ. κ. ἀ.): Ἅμα σὶ τσιμπή’ τοὺ Σαββάτου τοὺ γκαβόφ’δου, πιθαί'ς Τριφύλλ. 2) Ὁ ὄφις Τύφλωψ ὁ σκωληκοειδὴς (Typhlops vermicularis) τῆς οἰκογ. τῶν Τυφλωπιδῶν (Typhlopidae) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Συνών. γκαβοτυφλίτης, τυφλίτης, τυφλόφιδο, τυφλομπούλαρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA