ἀσκούτερευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκούτερευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκουτέρευτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσκουδέρευτος Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκουτερευτὸς<σκουτερεύω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔχει τακτοποιηθῆ. Συνών. ἀβόλευτος 1, ἄγκλιστος 2, *ἀδιακόμπητος, ἀναπάρωτος 1, ἀνορδίνιˬαστος 1, ἄσιˬαχτος Α 2. 2) Ὁ μὴ μετακινηθείς: Τίοτα δὲν ἤφηκεν ἀσκουδέρευτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA