γοργοπνίγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοπνίγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοπνίγω ἐνιαχ. γουουγουπνίγου Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. πνίγω.
Σημασιολογία
Πνίγω γοργά, ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ σὶ γουουγουπνίξ᾽ τοὺ γαῖμα! (ἀρά· γρήγορα νὰ σὲ ἰδῶ σφαγμένον). Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA