γοργοπόδαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοπόδαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργοπόδαρος ἐπίθ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) - Γ. Ψυχάρ., Ἁγνή2, 179 Δ. Σάρρ., Εὐριπ. Ἰφιγ. Αὐλ., 10 Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 18 Γ. Δροσίν., Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1928, σ. 462 - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γοργοπόδαρος. Βλ. Διήγ. Παιδιόφρ. στ. 45 (ἔκδ. Wagner, σ. 142) «ἔβαλαν οὖν διαλαλητήν λαγὸν τὸν μεγαλόπτην | ὡς γοργοπόδαρον, ταχύν, ἵνα συνάξῃ πάντας».
Σημασιολογία
Ὁ ταχὺς τοὺς πόδας ἔνθ᾽ ἀν.: Βγαίνει ἀπὸ τὰ σπλάχνα μας σὰ μυστικὸς ἀντίλαλος καμμιˬᾶς γοργοπόδαρης δυστυχίας Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾽ ἀν. Σκαρφαλώνουνε τὰ βουνὰ γοργοπόδαροι Α. Ἐφταλ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Κιˬ ὁ γοργοπόδαρος λαγὸς ᾽ς τ᾽ ἀφτὶ τῆς κουβεντιˬάζει Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποιήμ. Ἀπὸ βοριὰ τὸ μαῦρο τ᾽ ἄλογο καὶ τ᾽ ἄσπρο τ᾽ ἄλογο ἀπὸ νότο, σὰν πο͜ιό θὰ φτάσῃ γοργοπόδαρο ᾽ς τὴ σφαλιστὴ τὴν πόρτα πρῶτο; Γ. Δροσίν., ἔνθ᾽ ἀν. Εἶδα τὸ γοργοπόδαρο κ᾽ ἰσάνεμο Ἀχιλλέα τ᾽ ἀνάθρεμμα τοῦ Χείρωνα, τῆς Θέτιδας τὴ γέννα Δ. Σάρρ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Διήγ. Παιδιόφρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀλαφροπάτης 2, αλαφροπόδαρος, ἀνάφτερος, ἀνεμοκυκλοπόδης, ἀνεμοσουριˬασμένος (βλ. εἰς λ. ἀνεμοσουριˬάζω), ἀνοιχτοπάτης, ἄξιος 4, γοργογόνατος, γοργοπόδης, γρήγορος, λαγοπάτης, σβέλτος, φτεροπόδαρος, φτεροπόδης, ἀντίθ. ἀγάληˬος, ἄναργος, ἀράθυμος 1, ἀργητὸς Α1β, ἄργιρος, ἀργοκίνητος, ἀργοπερπάτητος, ἀργοπόρευτος, ἀργοπορινός, ἀργοποριστής, αργοπόρος, ἀρὸγς Α2, ἀργοσάλευτος, αργόσης, ἀργοστόλιστος 2, ἀργόσυρτος, ἀργοχέρης, ὀκνογάιδουρο, ὀκνός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA