γκαβώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκαβώνω πολλαχ. γκαβώνου βόρ. ἰδιώμ. gαβώνου ᾽΄Ηπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβός.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ., καθιστῶ τινα σχεδὸν ἢ ἐξ ὁλοκλήρου τυφλὸν πολλαχ.: Τὸ γκάβωσε μὲ τὸ σκόπι (₌ράβδον) Ἤπ. (Μαργαρ.) Ἡ κριθαρίτα τὰ γκαβώνει τὰ ζᾶ, ὅντας μπαίνει ᾿ς τὸ μάτι τους (κριθαρίτα₌τὸ φυτὸν Αἰγίλωψ ὁ ὠοειδὴς, Aegilops ovota) Ἤπ. (Πάργ.) Ἤρρ’ξα πέτρα κὶ τὴ gάβουσα τ’ γίδα Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἐγὼ γκάβωσα τὸ βασιλιˬὰ (ἐκ παραμυθ.) Τὸν γκάβωσε ἡ Παναγία Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τὸν γκάβωσε ὁ καπνὸς Ἤπ. (Δερβίτσ.) Ἡ βασίλισσα μὲ τὰ νύχιˬα της ἔβγαλε τὰ μάτιˬα τοῦ βασιλιˬᾶ καὶ τὸν γκάβωσε (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Τοῦ ’δωσα μιˬὰ καὶ τὸν γκάβωσα Πελοπν. (Κυνουρ.) Γκαβώθηκε καὶ δὲ βλέπει καθόλου Πελοπν. (Κόρινθ.) Χτύπ’σι κάπ’ ἡ γίδα κὶ gαβώθ’κι Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πῆι ἡ κουτσ’λιˬὰ ’ς τοὺ μάτι τ’ κὶ γκαβώθ’κι Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γκαβώθηκε, τυφλάθηκε Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Καὶ μεταφ., καθιστῶ τινα πνευματικῶς τυφλόν, ἀγράμματον πολλαχ.: Γκάβωσα ἐγὼ τὸ παιδί μου (μὴ φροντίσας διὰ τὴν μόρφωσίν του) Ἤπ. (Μαργαρ.) β) Ἀμτβ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ βλέπω, νὰ διακρίνω καλῶς Μακεδ. (Βογατσ.): Γκάβουσαν τὰ μάτιˬα μ’ γιˬὰ ὕπνου. 2) Μεσ καὶ παθητ., ἕνεκα φυσικῆς ἀδυναμίας ἢ ἀπροσεξίας ἢ ἐκ δυστυχήματος δὲν βλέπω ἢ δὲν διακρίνω καλῶς, χάνω τὴν ὀπτικὴν ἱκανότητα πολλαχ.: Γκαβώθηκες καὶ δὲν εἶδες ὁλόκληρη λακκούβα ᾿ς τὸ δρόμο; Πελοπν. (Κυνουρ.) Γκαβώθ’κι κὶ δὲν τὰ εἶδι Ἤπ. (Κόνιτσ.) Γκαβώθ’κις κὶ δὲν εἶδις κοτζὰμ ζῶ, π’ πέρασ’ μπρουστά σ’; Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) ‖ Φρ. Γκαβώθ’κα γιˬὰ ὕπνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γκαβώθ’κι ἀπ’ τοῦ κλάμα αὐτόθ. Νὰ γκαβουθῶ! (ὅρκος) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Συνών φρ. Νὰ στραβωθῶ ! Νὰ γκαβαθῇς κὶ νὰ μὴν ἰδῇς τοὺν ἥλιˬου! (ἀρὰ) Μακεδ. (Κοζ.) 3) Μεταφ., πειθαναγκάζω τινα διὰ χρημάτων, δώρων κ.τ.τ. νὰ παραβλέπη, δωροδοκῶ ἐνιαχ.: Ὁ Κωστῆς εἶχε σκοπὸ νὰ τὸν γκαβώσῃ μὲ καμμιˬὰ κοσάρα Ἤπ. Δῶσ’ του κανένα γρόσι καὶ gάβωσέ τον Ἤπ. (Ἰωάνν.) Γκαβώθ’κι ’π’ τούν ἔρουντα κὶ δὲν ἔλεπ’ τ᾽ν ἀσκήμιˬα τ᾿ς Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) β) Μεθύω τινὰ Μακεδ. (Βογατσ.): Πο͜ιός σὶ γκάβουσι πά’ κ᾽ εἶσι σὶ τέτο͜ια χάλια; Καὶ μέσ., μεθύσκομαι αὐτόθ.: Ποῦ γκαβώθ’κις πά’, ποὺ δὲ γλέπ’ς τ᾽ μύτ’ σ’; γ) Ἐννοῶ, καταλαβαίνω Πελοπν. (Πιτσᾶ): Δὲν γκαβώνει ὁ καψερός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA