γοργορίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργορίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργορίζω Χίος - Λεξ. Βλαστ. 336.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς κατὰ τὰ ρ. εἰς -ίζω.
Σημασιολογία
Κάμνω τινὰ νὰ βαδίσῃ μὲ γοργὸν βῆμα, νὰ τρέξῃ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγοργορίσαμεν τὰ ζῶα Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA