γκαγκάνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαγκάνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαγκάνι τό, Ἀμοργ. Πελοπν. (Γέρμ.) γκαγκά’ Θεσσ. (Συκαμν.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Ἀρκοχώρ. Βέρ. Βόιον Βροντ. Δαμασκ. Δάφν. Κολινδρ. Λιτόχ. Νάουσ. Πελεκᾶν. κ.ἀ.) καγκάνι ’Αμοργ. καγκά’ Θεσσ. γκάγκανου Μακεδ. (Κοζ.) gαgά᾽ Λέσβ. (Πάμφιλ.) Σάμ. gάgανου Σάμ. γκαγκάρ’ Μακεδ. (Δοξᾶτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκάγκα ἡ. Πβ. ἐξ ἐγγρ. Μυκόνου τοῦ 1670 ἐν Γ. Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Μυκ., 1269, 4-5 «ὁ Πατέστος τοῦ Γκαγκάνη».
Σημασιολογία
1) Γκάγκα 1, τὸ ὁπ. βλ., Μακεδ. (Ἀνασελ. Βόιον Δαμασκ. 2) Γαιˬδουράγκαθο 1, τὸ ὁπ. βλ., Λέσβ. (Πάμφιλ.) Θεσσ. Μακεδ. (Βέρ. Βροντ. Δάφν. Δοξᾶτ. Κοζ.) Πελοπν. (Γέρμ.) Σάμ.: Ἄφ᾿σις, μαρή, τοὺ λαχτέντου κὶ έβ’κιν’ ’ς τὰ γκαγκάνιˬα (λαχτέντου₌χοιρίδιον, έβ’κιν₌μπῆκε) Δάφν. β) Κατ’ ἐπέκτ. πᾶν εἶδος ἀκάνθης Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Κολινδρ.) Σάμ. Μπῆκι ’ς τοὺ χέρ’ ἕνα γκαγκά’ Κολινδρ. γ) Ὁ καρπὸς τοῦ γαιˬδαράγκαθου Μακεδ. (Νάουσ.) 3) Κατὰ πληθ. Γκαγκάνιˬα ὀνομάζονται σκωπτικῶς οἱ κάτοικοι τοῦ Λιτοχώρου ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν γειτονικῶν χωρίων Μακεδ. (Λιτόχ.) 4) Παντὸς εἴδους προεξοχὴ Μακεδ. (Πελεκᾶν. κ.ἀ.) β) Λοφίον πετεινοῦ Μακεδ. (Πελεκᾶν.) γ) Ἡ κλειτορὶς τοῦ γυναικείου γεννητικοῦ ὀργάνου Μακεδ. 5) Βάρος ἐκ λίθου ἢ σιδήρου ἐξηρτημένον διὰ σχοινίου ἐκ τοῦ ὄπισθεν ἀντίου διὰ νὰ κρατῇ διὰ τοῦ βάρους του τεταμένον τὸν στήμονα Ἀμοργ. Συνών. ἀνακρεμασίδι 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Σ τοῦ Gαgάνη Κρήτ. (Βιάνν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA