γκαγκανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαγκανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαγκανίζω ἐνιαχ. γκαγκανίζου Μακεδ. (Βέρ. Κολινδρ.) gαgανῶ Λέσβ. (Πάμφιλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκαγκάνι.

Σημασιολογία

Κεντῶ, νύσσω Λέσβ. (Πάμφιλ.) Μακεδ. (Βέρ. Κολινδρ.): Μὶ gαgανεῖ ἡ φανέλα ἡ μαλλένιˬα Πάμφιλ. β) Μεταφ., ἐνοχλῶ, πειράζω τινὰ Μακεδ. (Βέρ. Κολινδρ.): Σὶ γκαγκανίζου νὰ μὴ σὶ παρ’ ἡ ὕπνους Κολινδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/