ἄσκυφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκυφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσκυφτος ἐπίθ. πολλαχ. ἄσκυφτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καἱ τοῦ ἐπιθ. σκυφτὸς<σκύβω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν κύπτει ἢ δὲν εἶναι σκυμμένος πολλαχ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ὑποκύπτων, ἀνυπότακτος, ἐλεύθερος πολλαχ.: Εἶνι ἄσκυφτου κιφάλ’ Μακεδ. || Ποίημ. Ἡ ἀσύντριφτη κρατάει ψυχή τους ἄσκυφτο, ὁλόισο τὸ κορμί τους ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γυφτ.2 92.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA