γκαζέλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζέλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκαζέλα ἡ, ἐνιαχ. γκατζέλα Μακεδ. gαντζέλα Θράκ. (Αἶν.) γκατέλα Ἤπ. (Κουκούλ. Πρέβ.) κ.ἀ. κατσέλ-λα Κύπρ. γκαρτζέλα Πελοπν. (Μαντίν. Μεγαλόπ.) γαζέλα Θεσσ. (Κρυόβρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. κ.ἀ.)-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γαέλα Ἤπ. (Δρόβιαν.) γκατζόλα Μακεδ. γκατόλα Ἤπ. Θρᾴκ. (Διδυμότ. Καρωτ. Σουφλ.) γαζόλα Θεσσ. (Καλαμπάκ.) γαόλα Μακεδ. (Βλάστ. Δῖον Κολινδρ. Ὄλυμπ.) γαρτόλα Μακεδ. (Βλάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὑστερολατιν. gazella== φορβάς, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Ἀραβ. ghazel=δορκάς. Πβ. Τουρκ. gazal=δορκὰς. Βλ. Du Glossar. med. et Inf. Latin. εἰς λ. gasela. Κατὰ τὸν Ν. Ἀνδριώτην ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. Κανθήλιος. Βλ. Lexicon der Archaism en in Neugriechischen Dialekten.

Σημασιολογία

1) Θήλεια ὄνος Ἤπ. (Δρόβιαν. Κουκούλ. Πρέβ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ. Κρυόβρ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Διδυμότ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Δῖον Κολινδρ. Ὄλυμπ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. κ.ἀ.) Πῆγα ’ς τοὺ λόγγου κὶ φόρτουσα τ᾽ γαζέλα μ᾿ ξύλα Αἰτωλ. || Αἴνιγμ. Γκατόλα κατσαρουμέ’ ἀράπ’ς τ᾿ν ἀνηβαί’ (ἡ πυροστιὰ μὲ τὴν χύτραν) Σουφλ. || Ἆσμ. ’Σ τὴ στράτα ἀποὺ πάινι, τοὺ δρόμου ποὺ πααί’, βρέ, νά σ’ κιˬ οὑ κιˬαρατόλυκους κὶ τρώει τὴ γαζόλα Καλαμπάκ. Συνών βασταγούρα, γαιδάρα, διὰ τὸ ὁπ. βλ. εἰς λ. γάιδαρος, γομάρα, γκαζελῖνα. β) Μεταφ., προσφώνησις ἀτάκτου νέας Στερελλ. (Γραν.): Ἄι, μουρὴ γαζέλα! 2) Ἀγελὰς Κύπρ.: Οὕλ-λην τὴν ὥραν ξερομασᾶ σὰν τὴν κατσέλ-λαν. Ηὗρα χίλιˬα πρόβατα, χίλιˬους ἄρνους, ὄρνιθαμ-μαύρην ταὶ κατσέλ-λαμ μ’ ἑκατὸ δαμάλους (ἐκ καταδέσμου). 3) Εἶδος παιδιᾶς Θρᾴκ. (Σουφλ.): Μακρὴ γκατόλα. Συνών. γάιδαρος 16. 4) Ὅρος ὑφαντικῆς, σημαίνων τὸ προστιθέμενον νῆμα εἰς τὸ κατὰ λάθος σχηματιζόμενον κενὸν κατὰ τὸ διάσιμον Θρᾴκ. (Σουφλ.) Συνών. πουλάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/