γοργοσκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοσκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοσκίζω Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 25 Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 103 Μ. Φιλήντ., Θρῦλ., 37.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. σκίζω.

Σημασιολογία

Σχίζω γοργά, ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: Γοργόσκιζαν τὸν νοῦ του ἀστραπεροὶ λογισμοὶ Α. Ἐφταλ., ἔνθ᾽ ἀν || Ποίημ. Σύνωρα βάρκα κάτασπρη σὰ γλάρος γοργοσκίζει τὰ κυματάκια τ᾽ ἁπαλὰ καὶ πάει κατὰ τὸν πύργο Μ. Φιλήντ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/