ἀσλανὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσλανὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσλανὶ τό, Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. ἐπιθ. arslanli. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἀσλάνι 2, ὃ ἰδ. (θὰ ἐσήμαινε κατ᾽ ἀρχὰς τὸν φέροντα παράστασιν λέοντος), ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. φρ. Ἔκαμε τ᾿ ἀσλανιὰ ζολότες (ἐπὶ ἠλιθίων. ζολότα=νόμισμα ἰσοδυναμοῦν πρὸς 30 παρᾶδες) Κάρπ. Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA