ἆσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἆσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἆσμα τό, σύνηθ. ἄστιμα τά, Νάξ. (Φιλότ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἆσθμα.

Σημασιολογία

Νόσος χαρακτηριζομένη ὑπὸ βραχείας καὶ διακοπτομένης ἀναπνοῆς ἔνθ’ ἀν.: Ὑποφέρει-πέθανε ἀπὸ ἆσμα σύνηθ. || Φρ. Ποῦ νὰ σὲ κόψουν τ᾽ ἄστιμα! (ἀρὰ) Φιλότ. Συνών. ἄνασμα 1, στένωσι, φουσκοπλεμονάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/