γοργοτραντάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοτραντάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοτραντάζω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. τραντάζω.

Σημασιολογία

Σείω, κραδαίνω σφοδρῶς καὶ ταχέως: Ὁ ἀέρας γοργοτράνταζε τὰ δέντρα. Ἀπὸ τὸ σεισμὸ γοργοτραντάχθηκαν ὅλα τοῦ χωριˬοῦ τὰ σπίτιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/