γοργότρεχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργότρεχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργότρεχος ἐπίθ. Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 71.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γοργοτρέχω.

Σημασιολογία

Ὁ ταχύς, ὁ γρήγορος εἰς τὸ τρέξιμον, εἰς τὸ βάδισμα: Κ᾽ ἔρριχνε γοργότρεχο τὴ φτέρνα πίσω (ἐνν. τὸ πόδι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/