γκάζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκάζι τό, κοιν. γκάζ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Πόντ. Κοτύωρ.) gάζ’ Α. Ρουμελ. Βάρν. Θράκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) γκάντζι Λέρ. γκάτζ᾽ Μακεδ. (Γαλατ. κ.ἀ.) γάζι Ἴμβρ. Κρήτ. (Μεραμβ.) Μακεδ. (Γρεβεν.) Νίσυρ. Προπ. (Μαρμαρ.) Χίος γάζ’ Θεσσ. (Τρίκερ.) Θράκ. (Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Καππ. (Ἀνακ. κ.ἀ.) Λῆμν. Πόντ. (Ἀργυρόπ. Χαλδ.) Σαμοθρ γάσ’ Θράκ. (Διδυμότ.) Κέρκ. κάζι Θεσσ. (Μελιβ.) Καππ. (’Ανακ. Φλογ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Τραπ.) κάσι Τσακων. (Χαβουτσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gaz=φωταέριον.

Σημασιολογία

1) Τὸ φωταέριον σύνηθ.: Μὲ γκάζι μαγειρεύετε ἢ μὲ κάρβουνα; σύνηθ. Ἄνοιξε τὸ γκάζι γιˬὰ ν’ αὐτοκτονήσῃ, ἀλλὰ τὸν πρόλαβαν σύνηθ. β) Τὸ ἐργοστάσιον εἰς τὸ ὁποῖον παράγεται φωταέριον Ἀθῆν. Κέρκ. Πειρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκάζι καὶ ὡς παρωνύμ. Θήρ. καὶ τοπων. ᾽Αθῆν. 2) Τὸ πετρέλαιον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Πᾶρε ἕνα τενεκὲ γκάζ’ Θράκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Δὲ μ’ παιρν’ς κὶ ψίχα γκάζ’ γιˬὰ τοῦ βράδ’ ἀπ’ τοὺ μπακά’; (ψίχα=ὀλίγον) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Δὲν ἀνάφτου τοὺ πουρνὸ τ’ φουτιˬὰ μὶ δαδὶ, ρίχνου μιˬὰ σταλιὰ γκάζ’ κὶ πιˬάνουν ἴσα τὰ ξύλα. Ἤπ. (Κουκούλ.) Εἶχα μιγά’ τ᾽ράννιˬα ἀδεύτιρου, νὲ γκάζ’ δὲν εἶχα νὰ πάρου γιˬὰ τοὺ γκαζιρὸ νὰ γλιˬέπου (ἀδεύτιρου=κατόπιν) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) ’Εντάλωσέ με ἡ λάμπα τοῦ γκαζιˬοῦ (ἐντάλωσέ με=μὲ θάμπωσε) Χίος (Φυτ.) Δὲν ἔ᾽ κ᾿κκὶ gάζ’ (κ’κκὶ=καθόλου) Λῆμν. Γιˬὰ δικειˬόνου μὶ φαίν’τιν σκουτ’νὰ τὰ σουκάκιˬα κάbουσις βραδυˬές, ἅμ’ δὲν ἔκουψι τοὺ ξιρὸ μ’ b’ δὲν ἔ’ gάζ’ (γιˬά δικε͜ιόνου=δι’ αὐτὸ) αὐτόθ. Μὲ τὸ κάζ’ ἕψα τ᾿ ἅψιμο (=μὲ τὸ πετρέλαιον ἄναψα την φωτιὰ) Κοτύωρ. Ἡ λάμπα ᾽κὶ ἔ’ γκάζ’ Χαλδ. Βαλέκαϊ παλιˬούριˬα τσαὶ κασι ξαλήκαιˬνι (ἔβαλαν παλιούρια καὶ πετρέλαιο καὶ τό ’καψαν) Χαβουτσ. || Φρ. Πατάω γκάζι (ὡς ὁδηγὸς αὐτοκινήτου πιέζω διὰ τοῦ ποδὸς τὸ σχετικὸν «πεντάλι» διὰ νὰ τροφοδοτήσω τήν μηχανή μὲ περισσότερον ὑγρὸν καύσιμον, βενζίνην, πετρέλαιον ἤ ὑγραέριον καὶ οὕτω ἐπιτύχω μεγαλυτέραν ταχύτητα) σύνηθ. Νὰ σὶ δῶ νὰ κάγισι τσὶ νὰ σὶ ρίχνου gάζ’! (ἀρὰ) Λέσβ. || Παροιμ. φρ. Ρίχτ’ γκάζ’ ’ς τὴ φουτιˬὰ (ἐπὶ τοῦ ἐπιτείνοντος τὴν ὀργὴν ἤδη ὠργισμένου προσώπου) Μακεδ. ’Σ σὸ ᾿νέβησμαν μὲ τὸ γκάζ’ τρέ’ (εἰς τὸ σβήσιμο, τῆς φωτιᾶς ἐνν., τρέχει μὲ τὸ πετρέλαιον. συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κοτύωρ. Συνών. φρ. Ρίχνει-χύνει λάδι ’ς τὴ φωτιˬά. Βγάζου γκάζ’ (ἐπὶ τῶν πολυλογούντων) Μακεδ. (Βρία) Στήσατι καλὸ μουχαbέτ’ σεῖς δῶ, θὰ βγάλτ’ gάζ’ αὐτόθ. || Ἆσμ. Μιˬὰ dουλούμbα ὅπου φέραν ἀπ᾿ τὴν ’Αγγλία οἱ Ρωμιˬοὶ νὰ δουλεύῃ μὲ τὸ γάζι καὶ νὰ καίῃ τσ᾽ Ὁβριοὶ Προπ. (Μαρμαρ.) 3) Συνεκδ., ἡ λάμπα φωταερίου ἤ πετρελαίου Ἀθῆν. κ.ἀ. Συνών. γκαζόλαμπα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/