γκαζιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκαζιˬὰ ἡ, (ΙΙ) Ἀθῆν. γκαζὰ Ἀθῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. γκαζοζιˬὰ καθ’ ἁπλολογίαν.

Σημασιολογία

Σφαῖρα μικρὰ ἀπὸ ὕαλον: ἡ ὁποία παλαιότερον εἶχεν θέσιν πώματος εἰς τὰς φιάλας γκαζόζας καὶ λοιπῶν ποτῶν, νῦν δὲ χρησιμοποιημένη ἀπὸ τὰ παιδιὰ εἰς τὴν ὁμώνυμον παιδιάν: Παίζαμε γκαζές. Συνών. βόλος Α7, γυˬαλένια, μπάλα, μπίλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/