γκαζιˬάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαζιˬάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαζιˬάκι, τό Ἀθῆν. γκαζάκι Ἀθῆν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκαζιˬὰ (ΙΙ) καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Γκαζιˬὰ (ΙΙ), τὸ ὁπ. βλ.: Θὰ παίξουμε γκαζάκια ’ς τὴν αὐλὴ Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA