βαρεˬα-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρεˬα-

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

βαρεˬα- κοιν. βαρεˬο- κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἐπίρρ. βαρεˬά.

Σημασιολογία

Συντίθεται 1) Πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημ. τοῦ β’ συνθετ. α) Μετ᾿ ἐπιθέτων ἢ μετοχῶν, οἷον: βαρεˬαναγκεμένος, βαρεˬαρματωμένος, βαρεˬάρρωστος, βαρεˬάστενος, βαρεˬοζωσμένος, βαρεˬοκακομοίρης, βαρεˬοπικραμμένος, βαρεˬοσκεπασμένος κττ. β) Μετὰ ρημάτων, οἷον: βαρεˬανασαίνω, βαρέˬαναστενάζω, βαρεˬαποκοιμᾶμαι, βαρεˬαρρωστῶ, βαρεˬαχῶ, βαρεˬοκοιμᾶμαι, βαρεˬοστολίζομαι κττ. 2) Πρὸς τροπικὸν προσδιορισμὸν τῆς σημ. τοῦ β’ συνθετ., οἷον: βαρεˬακούω κττ. Πβ. βαρυ-.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/