ἀσμίλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσμίλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσμίλευτος ἐπίθ. Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σμιλευτὸς<σμιλεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διὰ τῆς σμίλης ἐξειργασμένος, ἀσκάλιστος ἔνθ᾽ἀν.: ἀσμίλευτες πλάκες Λεξ. Δημητρ. 2) Μεταφ. ἀκατέργαστος, ἀδούλευτος ἐν τοῖς ἐπὶ μέρους ἔνθ’ ἀν.: Ἀσμίλευτος λόγος Λεξ. Πρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA