ἄσογος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσογος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσογος ἐπίθ. πολλαχ. ἄσουγους βόρ. ἰδιώμ. ἄσογιος Μεγίστ. ἄσοος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κωνπλ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ἄσουους Εὔβ. (Στρόπον.) Σάμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. σόι.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καταλείπων ἀπογόνους Θεσσ.: Πέθανι ἄσουγους. 2) Ὁ ἐκ ταπεινοῦ γένους καταγόμενος, ἀγενής, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων πολλαχ.: Ἀπὸ ἄσογο ἄνθρωπο τί περιμένεις! Πῆρε γυναῖκα ἄσογη πολλαχ. ’Πὲ τὸν ἄσογὸνα νὰ φοβᾶσαι! Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Οὑ ξένους πάντα ἄσουγους Στερελλ. (᾿Αράχ.) || Παροιμ. Δύσκολον εἶναι - ν- νὰ γενῇ οίρου μαλ-λdὶ μετάξι κι ὁ ἄσοος ὁ ἄνθρωπος νὰ βάλῃ νοῦν καὶ τάξι Ρόδ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀσείρεακος. 3) Ὁ κακῆς ποιότητος ὤν, εὐτελὴς Μακεδ. (Χαλκιδ.): ᾎσμ. Κιˬ ὅπ᾿ εἶνι μέση κί καλὸ κράτει ’ς τοὺ μερτικό σου κιˬ ὅπ’εἶνι ἄκρα κι ἄσουγου δῶσ’ του ᾿ς τοὺν ἀδιρφό σου (ἐνν. τὸ χωράφι ἢ τὸ ἀμπέλι). 4) Ὁ μὴ δεικνύων τὴν ἁρμόζουσαν συμπεριφοράν, κακότροπος, ἀνάγωγος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Στερελλ. (Αἰτωλ). Τὰ παιδιˬὰ του βγῆκαν ἄσοα Σηλυβρ. Ἀσουγώτιρου πιδί ἀπ’ τοῦ θ’ κό τ’ δὲν π’στεύου νά βρίσκιτι π᾽θινὰ Αἰτωλ. Εἶνι dιπ ἄσουγους κιˬ ἄπραγους Ἴμβρ. Συνών. ἀσόιστος 2. 5) Ἀνοίκειος, ἀνάρμοστος Σάμ.: Τί ἄσουα πράματα κά’ς; 6) ᾿Εστερημένος ἁρμονίας, παράφωνος Γ’Επαχτίτ. Ἱστορ. 28: Καθένα βγάνει ἄσογη φωνὴ ποῦ δὲν σμεῖ μ᾿ ἄλλη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA