γκαζούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαζούλι τό, Ἤπ. (Κωστάν.) γκαζούδ’ Θεσσ. (Κρυόβρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάζι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλι.

Σημασιολογία

1)Μικρὰ φορητή λάμπα πετρελαίου Ἤπ. (Κωστάν.): Παροιμ. Ἄναψε τὸ γκαζούλι σου, προτοῦ σὲ βρῇ ἡ νύχτα (ἐπὶ προνοητικῶν). Συνών. γκαζόλαμπα. 2) Λύχνος ὁ ὁποῖος καίει μὲ πετρέλαιον Θεσσ. (Κρυόβρ.): Εἴχαμι τοὺ γκαζού’, προυτοῦ νὰ μᾶς βάλ’ν τὰ φῶτα. Συνών. γκαζολύχναρο, γκαζόλυχνος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/