γοργοφεύγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοφεύγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοφεύγω Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 127 Σ. Σκίπ., Κάλβ. μέτρ., 21 Ἁγ. Βαρβάρ., 87.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. φεύγω.
Σημασιολογία
Ταχέως φεύγω ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Γυναῖκες, ἄντρες, νέοι καὶ γέροι μακριὰ ἀπὸ κεῖνο γοργοφεῦγαν καὶ μήτε νὰ τὸ ξανακούσουν Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἄλλοι χαροκοποῦν, ἄλλοι θρηνᾶνε γιὰ τῆς θλιμμένης μου ψυχῆς τὰ χιˬόνιˬα κιˬ ἄλαλα γοργοφεύγουν καὶ πετᾶνε κιˬ ὅλο πετᾶν σὰ μαῦρα χελιδόνιˬα Σ. Σκίπ., Ἁγ. Βαρβάρ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA