ἀσόδιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσόδιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσόδιˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. –Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σοδιαστὸς<σοδιάξω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ συγκομισθείς, ἐπὶ καρπῶν Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀσόδιˬαστα φασόλιˬα Λεξ. Πρω. Ἀσόδιˬαστη σταφίδα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀσυνέμπαστος. β) Ὁ μὴ ἔχων ἐσοδίαν, ἄφορος Λεξ. Δημητρ.: ἀσόδιαστη χρονιˬά. Συνών. ἄσοδος 1. 2) Ὁ μὴ ἔχων προμηθείας, ἀνεφοδίαστος Νάξ. (Ἀπὐρανθ.) κ.ἀ. –Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ.: Δὲν ἔχει σοδιˬασμὸ εὐτὸ dὸ σπίτι, ὅλο σοδιάζου dο κιˬ ὅλον ἀσόδιˬαστό ᾽ναι ᾿Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/