γοργόφτερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργόφτερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργόφτερος ἐπίθ., πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. φτερό.
Σημασιολογία
1) Ὁ ταχέως ἱπτάμενος, ὁ ταχύπτερος πολλαχ.: Πρῶτο τὸ γοργόφτερο περιστέρι μπῆκε ᾽ς τὸ νερὸ μέσα Δ. Λουκοπ., Νεοελλην. Μυθολ, 176 Γοργόφτερο κοπάδι γλάρων Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Κιˬ ἄγγελοι πετάξουν νίκης σὰν γοργόφτερα πουλλιά, μέσ᾽ ᾽ς τοὺς ἤχους τῶν παιάνων ὁ λαὸς ἂς κελαδήσῃ Γ. Σουρῆ, Ἅπαντ., 2.275 β) Μεταφ., ὁ ταχὺς πολλαχ.: Τὸ καΐκι πέταξε γοργόφτερο ἐμπρὸς Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., 243 || Ποιήμ. Ἀπὸ τῆς ζωῆς τὴ λάμψη σὰν ὄνειρο γοργόφτερο διˬαβαίνει Σ. Περεσιάδ., Σκλάβ., 21. Καὶ μοῦ ᾽πε ἡ μάγισσα, «Παιδί, γοργόφτερη διˬαβαίνει τοῦ κόσμου ἡ ψεύτικη χαρά...» Ι. Πολέμ., Ἀλάβαστρ.2, 37. Γοργόφτερη κ᾽ ἡ νύχτα αὐτὴ θὰ τρέξῃ κιˬ ἀκόμα εἶναι νωρίς, πολὺ νωρὶς Μ. Τσιριμώκ., Δεκάστ., 39. Περνᾶ ὁ καιρὸς γοργόφτερος, τὸ ἀγόρι μεγαλώνει, προκόβει καί, περίτρανο, τρέχει σὲ ξένους τόπους Μ. Σιγοῦρ., Ν. Ἐστ., 11 (1932). β) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἡ ταχέως κινουμένη πτέρυξ Σ. Σκίπ., Σερεν. λουλουδ., 40: Καὶ παίρνουν ᾽ς τὰ γοργόφτερά τους τὰ λένε τους καὶ τὰ λαλοῦν
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA