γκαζώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαζώνω ἐνιαχ. γκαζώνου Ἤπ. (Κουκούλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάζι.

Σημασιολογία

1) Λιπαίνω μηχανήν διὰ νὰ λειτουργῇ εὐρύθμως ἔνθ᾽ ἀν.: Νόμ’ τοὺ γκαζουτήρ’ νὰ γκαζώσου τ’ μηχανή μ᾽ Ἤπ. (Κουκούλ.) 2) Τροφοδοτῶ μηχανήν μὲ ὑγρὸν καύσιμον ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/