γοργοφτέρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοφτέρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γοργοφτέρωμα τό, Κ. Παλαμ., Γράμματ., 2.34.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γοργοφτερώνω.

Σημασιολογία

Ὁ ταχὺς πτερυγισμός: Φαίνεται σὰ νὰ λησμονᾷ πὼς τὸ ποιητικὸ καλλιτέχνημα δὲν εἶναι μόνο ἑνὸς ὀνείρου γοργοφτέρωμα καὶ θάμπωμα μιᾶς ἀστραπῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/