γκαϊλὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαϊλὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκαϊλὲς ὁ, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βέρ. Βλάστ. Βογατσ. Βόιον Δίβρ. Θεσσαλον. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ. Σέρρ.) γκαϊλιˬὲς Μακεδ. (Λαγκαδ.) καϊλὲς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. (Νάουσ.) καϊλ-λὲς Κύπρ. γαϊλὲς Ἤπ. Κρήτ. (Βιάνν. Κατσιδ.) Μακεδ. (Γρεβεν.) Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gaile = ἐνόχλησις, δυστυχία, μέριμνα. Ὁ τύπ. καϊλὲς κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀναλόγου σημασίας καήλα, εἰς δὲ τὴν Κύπρον διὰ τὴν προφορὰν τοῦ g ὡς κ.
Σημασιολογία
1) Θλῖψις, στενοχωρία, μέριμνα, φροντὶς ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς οὑ γκαϊλὲς θὰ τ᾽ φάῃ Μακεδ. (Σέρρ.) Μ’ ἔφαγε ὁ γαϊλὲς τοῦ παιδιˬοῦ μου, ποὺ μοῦ πέθανε ’ς τὴν ξενιτε͜ιὰ Ἤπ. Ἔ᾿ μιγάλου γκαϊλὲ ’ς τὴν καρδιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἡ ἄντραζ-ουμ ἔ᾽ τοὺ γκαϊλέ τ’ Μακεδ. (Θεσσαλον.) Γκαϊλέδις κὶ ντέρτχιˬα ἔχου μ’ αὐτὸν τοὺν ἄντρα μ’ Μακεδ. (Κοζ.) ’Ѐμ-μ’ ἔπκιˬασεν ὁ καϊλ-λές του, νὰ πάω νὰ γυρίζω νὰ τὸν εὕρω Κύπρ. Μὲ κόφτει με, μὲ νοιˬάζει με ὀξὰ ἔπκιˬασέμ με ὁ καϊλ-λές του (ὀξὰ = ἐκτὸς) αὐτόθ. Τοὺ φτουχὸ κὶ τ᾿ γυνιˬαῖκα τ’ τσὶ πῆρι ἴα ἡ ὕπνους, γιˬατὶ δὲν εἶχαν κανιˬέναν γκαϊλὲ νὰ τσὶ τρώῃ (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Δίβρ.) || Παροιμ. Θ’κό του ψουμὶ τρώει, ξένους γκαϊλέδις τραυάει (ἐπὶ τῶν στενοχωρουμένων διὰ τὴν κακὴν ἔκβασιν ξένων ὑποθέσεων, τὰς δὲ ἰδίας παραμελούντων) Μακεδ. (Βέρ.). Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Γνωμ. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὸν καϊλέ του Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Συνών. Καθένας ἔχει τὸ βάσανο - τὸν καηˬμὸ-τὸν πόνο του. Δώδεκα ’Απόστολοι καθένας μὲ τὸν πόνο του || ᾎσμ. Ἡ φ’λακὴ ἔ᾽ βάσανα, ἔ᾽ κὶ γκαϊλέδις Μακεδ. (Κοζ.) Συνών. βασανάκι, βάσανο 2, καηˬμός, νταλκᾶς, ντέρτι, πόνος. 2) Ὁ θόρυβος, ἡ ταραχὴ Κρήτ. (Κατσιδ.): Μὲ τὸ γαϊλέ dως δὲ μ’ ἀφήκανε στιμὴ νὰ κοιμηθῶ. Νὰ πάρῃ ὀργὴ τὸ γαϊλέ σας, πὼς δὲ μὲ ’φήκατε καθόλου νὰ ἡσυχάσω. Συνών. ἀνακάτωμα Β2, ἀνακατωμὸς Β3, ἀνακάτωση Β2, ἀνακατωσιˬὰ 3, ἀναμπαμπούλα, ἀναμπαμπουλιˬά, ἀναμπαμπουλίκι, ἀναστάτωμα, ἀναστάτωση, βαβούρα 1, βαβουρανιˬά, βαζούρα 1, μπελᾶς, νταβαντούρι, σούσουρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA