γοργοφύτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοφύτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργοφύτευτος ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γοργοφυτεύω.
Σημασιολογία
Ὁ προσφάτως φυτευθείς: ᾎσμ.: Ἔδε, περιβόλι τοῦτο, | γοργοφύτευτον ὁπού ᾽το!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA